εἶδαρ

εἶδαρ
εἶδαρ
food
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • είδαρ — εἶδαρ, το (Α) τροφή, φαγητό. [ΕΤΥΜΟΛ. Επικός τ. αντί τού *έδ Fαρ < έδω* πρβλ. «έδαρ βρώμα» (Ησύχ.). Η λ. εμφανίζει επίθημα * wr (πρβλ. αρχ. ινδ. vy ad vara «αδηφάγος»)] …   Dictionary of Greek

  • έδω — ἔδω (Α) 1. τρώω 2. καταναλώνω, σπαταλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ρίζα *ed «τρώω», στην οποία ανάγεται το ρήμα, εμφανίζεται κυρίως στο επικό απαρμφ. έδμεναι ενός αρχαίου αθέματου ενεστ., καθώς και στην υποτακτ. σε θέση μέλλοντος έδομαι (πρβλ. χεττ. ed mi «τρώω» …   Dictionary of Greek

  • οδύνη — η (ΑΜ ὀδύνη) ισχυρός ψυχικός πόνος, θλίψη (α. «γιατί κακά γιατρεύουσι τσ αγάπης την οδύνη», Ερωτόκρ. β. «ὅτι λύπη μοί ἐστι μεγάλη καὶ ἀδιάλειπτος ὀδύνη τῇ καρδίᾳ μου», ΚΔ) νεοελλ. φρ. «ψυχική οδύνη» (νομ.) περιορισμός τής ψυχικής δυναμικότητας… …   Dictionary of Greek

  • πανείδατος — ον, Α αυτός που αποτελείται από κάθε είδος εδέσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εἶδαρ, ατος «τροφή, φαγητό»] …   Dictionary of Greek

  • εἰδάτων — εἰ̱δάτων , εἶδαρ food neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴδασι — εἴ̱δασι , εἶδαρ food neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴδασιν — εἴ̱δασιν , εἶδαρ food neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴδατα — εἴ̱δατα , εἶδαρ food neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴδατε — εἴ̱δατε , εἶδαρ food neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἴδατι — εἴ̱δατι , εἶδαρ food neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”